Ιερόδουλη στα σουηδικά
Μετάφραση: ιερόδουλη, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prostituerad, prostituerade, sköka, skökan, prostitute
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερόδουλη
ιερόδουλη με aids, ιερόδουλη ετυμολογία, ιερόδουλη οροθετική, ιερόδουλη λεξικό, ιερόδουλη με, ιερόδουλη λεξικό γλώσσας σουηδικά, ιερόδουλη στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ιεροεξεταστής στα σουηδικά - Inquisitor, inquisitoren, inkvisitor, inkvisitorn, inkvisitorns
- ιεροκήρυκας στα σουηδικά - predikant, förkunnare, predikanten, preacher
- ιερός στα σουηδικά - helig, heliga, heligt, sakrala, sakral
- ιερότητα στα σουηδικά - helighet, heliga, heligheten, sacrednessen, helgd
Τυχαίες λέξεις
Ιερόδουλη στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: prostituerad, prostituerade, sköka, skökan, prostitute
Μεταφράσεις: prostituerad, prostituerade, sköka, skökan, prostitute