Ιερόδουλη στα ιταλικά
Μετάφραση: ιερόδουλη, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prostituta, prostitute, meretrice, prostituta di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερόδουλη
ιερόδουλη με aids, ιερόδουλη ετυμολογία, ιερόδουλη οροθετική, ιερόδουλη λεξικό, ιερόδουλη με, ιερόδουλη λεξικό γλώσσας ιταλικά, ιερόδουλη στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ιεροεξεταστής στα ιταλικά - inquisitore, Inquisitor, dell'inquisitore, all'inquisitore
- ιεροκήρυκας στα ιταλικά - predicatore, preacher, pastore, predicatore di
- ιερός στα ιταλικά - santo, sacro, sacra, sacri, sacre, sacred
- ιερότητα στα ιταλικά - santità, sacralità, sacro, la sacralità, carattere sacro
Τυχαίες λέξεις
Ιερόδουλη στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: prostituta, prostitute, meretrice, prostituta di
Μεταφράσεις: prostituta, prostitute, meretrice, prostituta di