Ιερόδουλη στα ουγγρικά
Μετάφραση: ιερόδουλη, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
örömlány, prostituált, prostituáltat, prostituáltként, prostituáltnak
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερόδουλη
ιερόδουλη με aids, ιερόδουλη ετυμολογία, ιερόδουλη οροθετική, ιερόδουλη λεξικό, ιερόδουλη με, ιερόδουλη λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ιερόδουλη στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ιεροεξεταστής στα ουγγρικά - inkvizítor, vizsgálóbíró, Inkvizítor, Inquisitor, inkvizítort, inkvizitor
- ιεροκήρυκας στα ουγγρικά - prédikátor, Preacher, lelkész, prédikátort
- ιερός στα ουγγρικά - szentséges, szentelt, megszentelt, szent, szakrális, a szent, egyházi
- ιερότητα στα ουγγρικά - szenteltség, szentségét, szentsége, szakralitás, szentségére
Τυχαίες λέξεις
Ιερόδουλη στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: örömlány, prostituált, prostituáltat, prostituáltként, prostituáltnak
Μεταφράσεις: örömlány, prostituált, prostituáltat, prostituáltként, prostituáltnak