Ιερόδουλη στα ρουμανικά

Μετάφραση: ιερόδουλη, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prostituată
Ιερόδουλη στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ιερόδουλη

ιερόδουλη με aids, ιερόδουλη ετυμολογία, ιερόδουλη οροθετική, ιερόδουλη λεξικό, ιερόδουλη με, ιερόδουλη λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ιερόδουλη στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • ιεροεξεταστής στα ρουμανικά - inchizitor, Inquisitor, anchetator, de inchizitor, inchizitorul
  • ιεροκήρυκας στα ρουμανικά - predicator, propovăduitor, predicatorul, preot, pastor
  • ιερός στα ρουμανικά - evlavios, sacru, sacră, sacre, sacra, sfântă
  • ιερότητα στα ρουμανικά - inviolabilitate, sacralitate, sacralitatea, sfințenia, sacru
Τυχαίες λέξεις
Ιερόδουλη στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: prostituată