Ιερόδουλη στα δανικά
Μετάφραση: ιερόδουλη, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
prostitueret, prostituerede, luder, Skøge
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερόδουλη
ιερόδουλη με aids, ιερόδουλη ετυμολογία, ιερόδουλη οροθετική, ιερόδουλη λεξικό, ιερόδουλη με, ιερόδουλη λεξικό γλώσσας δανικά, ιερόδουλη στα δανικά
Μεταφράσεις
- ιεροεξεταστής στα δανικά - inkvisitor, Inquisitor, inkvisitoren, inkvisitator, Inkvisitorens
- ιεροκήρυκας στα δανικά - prædikant, Præsten, prædikanten, præst, forkynder
- ιερός στα δανικά - hellig, hellige, helligt, sacred
- ιερότητα στα δανικά - hellighed, helligheden, helligt, hellige, sacredness
Τυχαίες λέξεις
Ιερόδουλη στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: prostitueret, prostituerede, luder, Skøge
Μεταφράσεις: prostitueret, prostituerede, luder, Skøge