Ιερόδουλη στα τούρκικα
Μετάφραση: ιερόδουλη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
orospu, fahişe, hayat kadını, bir fahişe, fahişeydi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερόδουλη
ιερόδουλη με aids, ιερόδουλη ετυμολογία, ιερόδουλη οροθετική, ιερόδουλη λεξικό, ιερόδουλη με, ιερόδουλη λεξικό γλώσσας τούρκικα, ιερόδουλη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ιεροεξεταστής στα τούρκικα - engizisyon mahkemesi üyesi, Inquisitor, Engizisyon Mahkemesi, Engizisyoncu
- ιεροκήρυκας στα τούρκικα - vaiz, hatip, preacher, bir vaiz, vaizi
- ιερός στα τούρκικα - mukaddes, kutsal, kutsal bir, kutsaldır
- ιερότητα στα τούρκικα - kutsallık, kutsallığı, sevgisiz, kutsallığını, mukaddesatýn
Τυχαίες λέξεις
Ιερόδουλη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: orospu, fahişe, hayat kadını, bir fahişe, fahişeydi
Μεταφράσεις: orospu, fahişe, hayat kadını, bir fahişe, fahişeydi