Ιερόδουλη στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ιερόδουλη, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prostituta, prostitute, prostitutas, prostituta de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερόδουλη
ιερόδουλη με aids, ιερόδουλη ετυμολογία, ιερόδουλη οροθετική, ιερόδουλη λεξικό, ιερόδουλη με, ιερόδουλη λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ιερόδουλη στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ιεροεξεταστής στα πορτογαλικά - inquisidor, Inquisitor, Inquiridora, Inquiridor, Inquisidora
- ιεροκήρυκας στα πορτογαλικά - pregador, pastor, preacher
- ιερός στα πορτογαλικά - sagrado, sacro, santo, sagrada, sacred, sagrados, sacra
- ιερότητα στα πορτογαλικά - santidade, sacralidade, sagrado, caráter sagrado, sacredness
Τυχαίες λέξεις
Ιερόδουλη στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: prostituta, prostitute, prostitutas, prostituta de
Μεταφράσεις: prostituta, prostitute, prostitutas, prostituta de