Κωπηλατώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κωπηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кану, с кану
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωπηλατώ
κωπηλατώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κωπηλατώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κωνοφόρος στα βουλγαρικά - иглолистен, иглолистни, иглолистна, иглолистния, иглолистните
- κωπηλασία στα βουλγαρικά - гребане, гребането, гребна, по гребане, гребни
- κόβω στα βουλγαρικά - сека, скъсвам, отрязвам, разделям, прекъсне, разлъчвам
- κόκαλο στα βουλγαρικά - кост, костен, костния, костна, костната
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλατώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кану, с кану
Μεταφράσεις: кану, с кану