Κωπηλατώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κωπηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кану, кајакарство, кајак
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωπηλατώ
κωπηλατώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κωπηλατώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κωνοφόρος στα σλαβομακεδονικά - зимзелени, иглолисни, четинарски, четинари, листопадни
- κωπηλασία στα σλαβομακεδονικά - веслање, веслачки, во веслање, веслањето, веслач
- κόβω στα σλαβομακεδονικά - заостри, пресечат, пресекуваат, прекине, ги прекине
- κόκαλο στα σλαβομακεδονικά - коска, коските, коскена, коскената, коски
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλατώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: кану, кајакарство, кајак
Μεταφράσεις: кану, кајакарство, кајак