Κωπηλατώ στα ρουμανικά
Μετάφραση: κωπηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ceartă, rând, canoe, de canoe, canoe de, cu canoe, canotaj
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωπηλατώ
κωπηλατώ λεξικό γλώσσας ρουμανικά, κωπηλατώ στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- κωνοφόρος στα ρουμανικά - conifer, conifere, coniferele, de conifere, rasinoase
- κωπηλασία στα ρουμανικά - canotaj, de canotaj, vâsle, cu vâsle, vâslit
- κόβω στα ρουμανικά - croială, rupe, sever, rupă, despărți, separa
- κόκαλο στα ρουμανικά - os, osoase, osoasă, osoasa, oase
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλατώ στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: ceartă, rând, canoe, de canoe, canoe de, cu canoe, canotaj
Μεταφράσεις: ceartă, rând, canoe, de canoe, canoe de, cu canoe, canotaj