Κωπηλατώ στα ισλανδικά

Μετάφραση: κωπηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ys, canoe, Kanó
Κωπηλατώ στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κωπηλατώ

κωπηλατώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κωπηλατώ στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • κωνοφόρος στα ισλανδικά - coniferous
  • κωπηλασία στα ισλανδικά - Róður, róa, Árabátar, Reiðhjólaleiga, öndunarbúnaði
  • κόβω στα ισλανδικά - nístur, skera, klippa, fella, skera á, rjúfa, slíta, ...
  • κόκαλο στα ισλανδικά - bein, beinum, beina, í beinum, beini
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλατώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ys, canoe, Kanó