Κωπηλατώ στα τούρκικα
Μετάφραση: κωπηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavga, dizi, sıra, kano, Canoe, adet kano
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κωπηλατώ
κωπηλατώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, κωπηλατώ στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- κωνοφόρος στα τούρκικα - iğne yapraklı, kozalaklı, yapraklı, ibreli, İğne
- κωπηλασία στα τούρκικα - kürek çekme, kürek, rowing, kürekli, diziliş
- κόβω στα τούρκικα - çatlak, azaltmak, kesme, pirzola, deri, yarık, post, ...
- κόκαλο στα τούρκικα - kemik, kemiği
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλατώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kavga, dizi, sıra, kano, Canoe, adet kano
Μεταφράσεις: kavga, dizi, sıra, kano, Canoe, adet kano