Πειστικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πειστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
убедителен, убедително, убедителни, убедителна, убедителното
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειστικός
πειστικός λόγος κούτρας, πειστικός συνώνυμα, πειστικός λόγος σαββάλας, πειστικός λόγος 1, πειστικός λόγος τεύχος α, πειστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πειστικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πεισμωμένος στα βουλγαρικά - peismomenos
- πειστήριο στα βουλγαρικά - експонат, показват, изложба, проявяват
- πελάτης στα βουλγαρικά - клиентела, клиент, клиентите, клиенти, клиента, на клиентите
- πελέκι στα βουλγαρικά - брадва, топор, дробилка, Моторни, Трошачка, Chipper
Τυχαίες λέξεις
Πειστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: убедителен, убедително, убедителни, убедителна, убедителното
Μεταφράσεις: убедителен, убедително, убедителни, убедителна, убедителното