Πειστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πειστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
convincente, convincentes, convencer, convincente de, convincentes de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειστικός
πειστικός λόγος κούτρας, πειστικός συνώνυμα, πειστικός λόγος σαββάλας, πειστικός λόγος 1, πειστικός λόγος τεύχος α, πειστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πειστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πεισμωμένος στα πορτογαλικά - obstinado, birrento, teimoso, peismomenos
- πειστήριο στα πορτογαλικά - pronunciação, prova, exposição, exibição, exposições, exibem, para exposições
- πελάτης στα πορτογαλικά - habitual, freguês, cliente, clientes, ao cliente, do cliente, de clientes
- πελέκι στα πορτογαλικά - machado, picador, picador de, chipper, estilhaçadora, raspadora
Τυχαίες λέξεις
Πειστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: convincente, convincentes, convencer, convincente de, convincentes de
Μεταφράσεις: convincente, convincentes, convencer, convincente de, convincentes de