Πειστικός στα εσθονικά

Μετάφραση: πειστικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõplik, veenev, veenvad, veenvaid, veenvat, veenva
Πειστικός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειστικός

πειστικός λόγος κούτρας, πειστικός συνώνυμα, πειστικός λόγος σαββάλας, πειστικός λόγος 1, πειστικός λόγος τεύχος α, πειστικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, πειστικός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • πεισμωμένος στα εσθονικά - peismomenos
  • πειστήριο στα εσθονικά - trükiproov, tõestus, eksponaat, väljapanek, näitusepind, näitus
  • πελάτης στα εσθονικά - ostja, klient, kliendi, klientide, kliendile
  • πελέκι στα εσθονικά - raiuma, kirves, jõul, puiduhakkur, chipper, hakkur, hakkuri
Τυχαίες λέξεις
Πειστικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: lõplik, veenev, veenvad, veenvaid, veenvat, veenva