Πειστικός στα ισλανδικά
Μετάφραση: πειστικός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sannfærandi, sannfæra, að sannfæra, sannfærandi í
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πειστικός
πειστικός λόγος κούτρας, πειστικός συνώνυμα, πειστικός λόγος σαββάλας, πειστικός λόγος 1, πειστικός λόγος τεύχος α, πειστικός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, πειστικός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- πεισμωμένος στα ισλανδικά - peismomenos
- πειστήριο στα ισλανδικά - Sýningin, sýna, sýningarsvæði, sýning
- πελάτης στα ισλανδικά - viðskiptavinur, kúnni, viðskiptavina, viðskiptavini, við viðskiptavini, viðskiptavinurinn
- πελέκι στα ισλανδικά - hress
Τυχαίες λέξεις
Πειστικός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sannfærandi, sannfæra, að sannfæra, sannfærandi í
Μεταφράσεις: sannfærandi, sannfæra, að sannfæra, sannfærandi í