Πειστικός στα ρωσικά

Μετάφραση: πειστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
решающий, заключительный, убедительный, окончательный, убедительным, убедительно, убедительными, убедительны
Πειστικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πειστικός

πειστικός λόγος κούτρας, πειστικός συνώνυμα, πειστικός λόγος σαββάλας, πειστικός λόγος 1, πειστικός λόγος τεύχος α, πειστικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, πειστικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • πεισμωμένος στα ρωσικά - рьяный, трудноизлечимый, упорный, ярый, несговорчивый, неуступчивый, упрямый, ...
  • πειστήριο στα ρωσικά - улика, показатель, доказательство, совместить, недоступный, стойкий, гранка, ...
  • πελάτης στα ρωσικά - комитент, подзащитный, клиент, посетитель, подзащитная, покупатель, заказчик, ...
  • πελέκι στα ρωσικά - отсечение, колун, казнь, топор, секира, ледоруб, бодрый, ...
Τυχαίες λέξεις
Πειστικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: решающий, заключительный, убедительный, окончательный, убедительным, убедительно, убедительными, убедительны