Σκαμπό στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σκαμπό, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изпражнения, столове, изпражненията, табуретки
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαμπό
σκαμπό μπαρ θεσσαλονίκη, σκαμπό ikea, σκαμπό μπαρ τιμές, σκαμπό τροχήλατο, σκαμπό με πλάτη, σκαμπό λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκαμπό στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σκαλωσιά στα βουλγαρικά - леса, скеле, скелета, скелето, на скелето
- σκαμνί στα βουλγαρικά - табуретка, стол, изпражненията, столче
- σκανδάλη στα βουλγαρικά - тригер, спусъка, спусък, задейства, предизвика
- σκανδαλώδης στα βουλγαρικά - скандален, скандално, скандална, скандални, скандалното
Τυχαίες λέξεις
Σκαμπό στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: изпражнения, столове, изпражненията, табуретки
Μεταφράσεις: изпражнения, столове, изпражненията, табуретки