Σκαμπό στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκαμπό, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruk, taboeret, ontlasting, krukjes, krukken, barkrukken, stoelgang
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαμπό
σκαμπό μπαρ θεσσαλονίκη, σκαμπό ikea, σκαμπό μπαρ τιμές, σκαμπό τροχήλατο, σκαμπό με πλάτη, σκαμπό λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκαμπό στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκαλωσιά στα ολλανδικά - schavot, steiger, stellage, steigers, stellingen, scaffolding
- σκαμνί στα ολλανδικά - taboeret, kruk, ontlasting, krukje, stoel, de ontlasting
- σκανδάλη στα ολλανδικά - trekker, Trigger
- σκανδαλώδης στα ολλανδικά - afgrijselijk, afschuwelijk, schandalig, schandelijk, schandalige, schandaal, schandelijke
Τυχαίες λέξεις
Σκαμπό στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruk, taboeret, ontlasting, krukjes, krukken, barkrukken, stoelgang
Μεταφράσεις: kruk, taboeret, ontlasting, krukjes, krukken, barkrukken, stoelgang