Σκαμπό στα σουηδικά

Μετάφραση: σκαμπό, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avföring, stolar, tolar, pallar, avföringen
Σκαμπό στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκαμπό

σκαμπό μπαρ θεσσαλονίκη, σκαμπό ikea, σκαμπό μπαρ τιμές, σκαμπό τροχήλατο, σκαμπό με πλάτη, σκαμπό λεξικό γλώσσας σουηδικά, σκαμπό στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • σκαλωσιά στα σουηδικά - schavott, byggnadsställningar, ställnings, ställningar, byggnadsställning
  • σκαμνί στα σουηδικά - pall, avföring, avföringen, pallen, avför
  • σκανδάλη στα σουηδικά - avtryckare, utlösare, utlösaren, trigg, trigger
  • σκανδαλώδης στα σουηδικά - skandalös, skam, skandalöst, skandalösa, skandal
Τυχαίες λέξεις
Σκαμπό στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: avföring, stolar, tolar, pallar, avföringen