Σκαμπό στα λιθουανικά
Μετάφραση: σκαμπό, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
išmatos, taburetė, kėdės, viduriai, taburetės, viduriavimas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαμπό
σκαμπό μπαρ θεσσαλονίκη, σκαμπό ikea, σκαμπό μπαρ τιμές, σκαμπό τροχήλατο, σκαμπό με πλάτη, σκαμπό λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σκαμπό στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σκαλωσιά στα λιθουανικά - pastoliai, pastolių, pastoliai iš, pastolius
- σκαμνί στα λιθουανικά - išmatos, taburetė, kėdė, nusilengvinimas, pakoja, klauptas
- σκανδάλη στα λιθουανικά - gaidukas, sukelti, ribinė, kritinis, gaiduką
- σκανδαλώδης στα λιθουανικά - skandalingas, skandalinga, skandalingi, skandalingą, gėdingas
Τυχαίες λέξεις
Σκαμπό στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: išmatos, taburetė, kėdės, viduriai, taburetės, viduriavimas
Μεταφράσεις: išmatos, taburetė, kėdės, viduriai, taburetės, viduriavimas