Σκοτσέζος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σκοτσέζος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шотландски, шотландския, Scottish, Шотландската, шотландското
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκοτσέζος
σκοτσέζος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σκοτσέζος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σκοτίζομαι στα βουλγαρικά - неспокойство, безпокоя, притеснява, труда, се притеснява, занимавам
- σκοτεινός στα βουλγαρικά - тъмнина, незнание, мрак, тъмен, тъмно, тъмна, тъмната, ...
- σκοτώνω στα βουλγαρικά - убийство, убивам, Слей, ще убие, заколи, Slay
- σκουντουφλώ στα βουλγαρικά - препъване, залитане, прегрешение, казвам неуверено, запъвам се
Τυχαίες λέξεις
Σκοτσέζος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: шотландски, шотландския, Scottish, Шотландската, шотландското
Μεταφράσεις: шотландски, шотландския, Scottish, Шотландската, шотландското