Σκοτσέζος στα ολλανδικά
Μετάφραση: σκοτσέζος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
Schots, Schotse, Scottish, de Schotse, Schotland
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκοτσέζος
σκοτσέζος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σκοτσέζος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σκοτίζομαι στα ολλανδικά - verstoren, hinder, belemmeren, hinderen, storen, last, lastig vallen, ...
- σκοτεινός στα ολλανδικά - stuurs, nacht, vaag, onbepaald, duisternis, vervelend, droefgeestig, ...
- σκοτώνω στα ολλανδικά - ombrengen, doden, slachten, vermoorden, moorden, moord, doodslag, ...
- σκουντουφλώ στα ολλανδικά - struikelen, struikeling, Stumble, struikeld bijna, strompelen
Τυχαίες λέξεις
Σκοτσέζος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: Schots, Schotse, Scottish, de Schotse, Schotland
Μεταφράσεις: Schots, Schotse, Scottish, de Schotse, Schotland