Σκοτσέζος στα τούρκικα
Μετάφραση: σκοτσέζος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
İskoçyalı, İskoç, Scottish, İskoçya, bir İskoç
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκοτσέζος
σκοτσέζος λεξικό γλώσσας τούρκικα, σκοτσέζος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σκοτίζομαι στα τούρκικα - zahmet, rahatsız, bother, uğraşmadı, hiç rahatsız
- σκοτεινός στα τούρκικα - belirsiz, anlaşılmaz, karanlık, koyu, huysuz, gece, somurtkan, ...
- σκοτώνω στα τούρκικα - cinayet, öldürmek, Slay, Slay bir, kılıçtan, katletmek
- σκουντουφλώ στα τούρκικα - yanılmak, sürçmek, günaha girmek, dili sürçmek, sendeleme
Τυχαίες λέξεις
Σκοτσέζος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: İskoçyalı, İskoç, Scottish, İskoçya, bir İskoç
Μεταφράσεις: İskoçyalı, İskoç, Scottish, İskoçya, bir İskoç