Σκοτσέζος στα ρουμανικά
Μετάφραση: σκοτσέζος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
scoțian, Scottish, scotian, scoțiană, din Scoția
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκοτσέζος
σκοτσέζος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, σκοτσέζος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- σκοτίζομαι στα ρουμανικά - enerva, deranja, deranjez, deranjează, deranjeze, deranjat
- σκοτεινός στα ρουμανικά - întuneric, închis, noapte, neclar, întunecată, întunecat, dark
- σκοτώνω στα ρουμανικά - ucide, crimă, omor, Slay, omorî, ucideți, înjunghii
- σκουντουφλώ στα ρουμανικά - poticnire, in dictionar, se poticni, împiedicare, face un pas greșit
Τυχαίες λέξεις
Σκοτσέζος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: scoțian, Scottish, scotian, scoțiană, din Scoția
Μεταφράσεις: scoțian, Scottish, scotian, scoțiană, din Scoția