Σκοτσέζος στα δανικά

Μετάφραση: σκοτσέζος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skotsk, Scottish, skotske, Det skotske
Σκοτσέζος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σκοτσέζος

σκοτσέζος λεξικό γλώσσας δανικά, σκοτσέζος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • σκοτίζομαι στα δανικά - hindre, forstyrre, gider, ærgrelser, generer, genere
  • σκοτεινός στα δανικά - mørk, uvidenhed, dunkelhed, mørke, mørkt, mørket, dark
  • σκοτώνω στα δανικά - mord, dræbe, ødelægge, slay, slagte, dræbte, slagt
  • σκουντουφλώ στα δανικά - snuble, Stumble, snubler, af Stumble, fejltrin
Τυχαίες λέξεις
Σκοτσέζος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skotsk, Scottish, skotske, Det skotske