Σκοτσέζος στα λιθουανικά
Μετάφραση: σκοτσέζος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Škotijos, scottish, škotų, Škotijoje
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκοτσέζος
σκοτσέζος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σκοτσέζος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σκοτίζομαι στα λιθουανικά - lįsti, rūpintis, nerimauti, vargintis, trukdyti, bother
- σκοτεινός στα λιθουανικά - tamsus, naktis, tamsa, neaiškus, vakaras, Tamsiai, tamsi, ...
- σκοτώνω στα λιθουανικά - galabinti, užmušti, zabijaliscie, Noslepkavot, nužudys
- σκουντουφλώ στα λιθουανικά - suklupti, klupinėti, knapsėti, suklupimas, apsirikti
Τυχαίες λέξεις
Σκοτσέζος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Škotijos, scottish, škotų, Škotijoje
Μεταφράσεις: Škotijos, scottish, škotų, Škotijoje