Σκοτσέζος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σκοτσέζος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escocesa, escocês, scottish, do scottish, escoceses
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκοτσέζος
σκοτσέζος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σκοτσέζος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σκοτίζομαι στα πορτογαλικά - nocividade, incomodar, molestar, importunar, preocupar, incômodo, incomoda, ...
- σκοτεινός στα πορτογαλικά - sombrio, penhorar, escuridão, obscuro, obrigar, nebuloso, desagradável, ...
- σκοτώνω στα πορτογαλικά - assassinato, matar, assassinar, rim, matança, homicídio, balbuciar, ...
- σκουντουφλώ στα πορτογαλικά - tropeço, material, tropeçar, tropeção, tropeçam, tropeçamos
Τυχαίες λέξεις
Σκοτσέζος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escocesa, escocês, scottish, do scottish, escoceses
Μεταφράσεις: escocesa, escocês, scottish, do scottish, escoceses