Στρώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στρώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обсипвам, посипвам, осейвам, осеян с, осеян
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρώνω
στρώνω πετσέτα, στρώνω πλακάκια, στρώνω τραπέζι, ονειροκριτης στρώνω, στρώνω κάποιον στη δουλειά, στρώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στρώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στροφή στα βουλγαρικά - променям, стругувам, завъртам, въртя, завой, ред, обрат, ...
- στρώμα στα βουλγαρικά - матрак, платно, слой, пласт, слоя
- στρώση στα βουλγαρικά - слой, пласт, слоя
- στυγνός στα βουλγαρικά - брутален, брутална, брутално, бруталното, брутални
Τυχαίες λέξεις
Στρώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обсипвам, посипвам, осейвам, осеян с, осеян
Μεταφράσεις: обсипвам, посипвам, осейвам, осеян с, осеян