Στρώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: στρώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koymak, serpiştirmek, strew, dağıtmak, saçmak, serpmek
Στρώνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρώνω

στρώνω πετσέτα, στρώνω πλακάκια, στρώνω τραπέζι, ονειροκριτης στρώνω, στρώνω κάποιον στη δουλειά, στρώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, στρώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • στροφή στα τούρκικα - dönemeç, bükmek, döndürmek, viraj, kıvrım, kavis, dönmek, ...
  • στρώμα στα τούρκικα - şilte, yelken, tabaka, katman, tabakası, katmanı, katmanlı
  • στρώση στα τούρκικα - tabaka, katman, tabakası, katmanı, katmanlı
  • στυγνός στα τούρκικα - katı, acımasız, vahşi, zalim, acımasız bir, brutal
Τυχαίες λέξεις
Στρώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: koymak, serpiştirmek, strew, dağıtmak, saçmak, serpmek