Στρώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: στρώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acamar, estender, advogado, deitar, configuração, espalhar, strew, strew a, polvilhar, encher de
Στρώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρώνω

στρώνω πετσέτα, στρώνω πλακάκια, στρώνω τραπέζι, ονειροκριτης στρώνω, στρώνω κάποιον στη δουλειά, στρώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, στρώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • στροφή στα πορτογαλικά - rodar, virar, curvar, flexionar, fila, inclinar, torção, ...
  • στρώμα στα πορτογαλικά - estrato, lençol, filão, ovelha, matéria, importar, carneiros, ...
  • στρώση στα πορτογαλικά - camada, camada de, fase, camadas, layer
  • στυγνός στα πορτογαλικά - calos, brutal, brutais, selvagem
Τυχαίες λέξεις
Στρώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acamar, estender, advogado, deitar, configuração, espalhar, strew, strew a, polvilhar, encher de