Στρώνω στα φινλανδικά

Μετάφραση: στρώνω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
maallikko, balladi, asettaa, sijoittaa, panna, pistää, levitellä, levittää, strew, viskellä, käärikää
Στρώνω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρώνω

στρώνω πετσέτα, στρώνω πλακάκια, στρώνω τραπέζι, ονειροκριτης στρώνω, στρώνω κάποιον στη δουλειά, στρώνω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, στρώνω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • στροφή στα φινλανδικά - poimu, temppu, kaarros, väännellä, käänne, kääntää, taivuttaa, ...
  • στρώμα στα φινλανδικά - lakana, arkki, kerros, purje, lehti, taulukko, liuska, ...
  • στρώση στα φινλανδικά - vaippa, päällys, peite, käsittelykerta, päällyste, kerros, kerroksen, ...
  • στυγνός στα φινλανδικά - kova, kalsea, paatunut, känsäinen, tyly, brutaali, julma, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρώνω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: maallikko, balladi, asettaa, sijoittaa, panna, pistää, levitellä, levittää, strew, viskellä, käärikää