Στρώνω στα δανικά

Μετάφραση: στρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lægge, sætte, strø, strør, drysser, overså
Στρώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρώνω

στρώνω πετσέτα, στρώνω πλακάκια, στρώνω τραπέζι, ονειροκριτης στρώνω, στρώνω κάποιον στη δουλειά, στρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, στρώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • στροφή στα δανικά - veksle, forandre, svinge, kurve, dreje, vende, fold, ...
  • στρώμα στα δανικά - lag, madras, blad, lagen, laget, fase, lags
  • στρώση στα δανικά - lag, laget, fase, lags
  • στυγνός στα δανικά - brutal, brutale, brutalt
Τυχαίες λέξεις
Στρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lægge, sætte, strø, strør, drysser, overså