Στρώνω στα λετονικά
Μετάφραση: στρώνω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
balāde, novietot, kaisīt, uzbērt, apbērt, nobārstīt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρώνω
στρώνω πετσέτα, στρώνω πλακάκια, στρώνω τραπέζι, ονειροκριτης στρώνω, στρώνω κάποιον στη δουλειά, στρώνω λεξικό γλώσσας λετονικά, στρώνω στα λετονικά
Μεταφράσεις
- στροφή στα λετονικά - griezt, līkums, liekties, griezties, liekt, izliekums, locīties, ...
- στρώμα στα λετονικά - bura, palags, matracis, slānis, kārta, slāni, slāņa
- στρώση στα λετονικά - slānis, slāni, slāņa, kārta
- στυγνός στα λετονικά - brutāls, brutāla, brutālo, brutāli, brutālā
Τυχαίες λέξεις
Στρώνω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: balāde, novietot, kaisīt, uzbērt, apbērt, nobārstīt
Μεταφράσεις: balāde, novietot, kaisīt, uzbērt, apbērt, nobārstīt