Στρώνω στα σουηδικά
Μετάφραση: στρώνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lägga, strö, strew, strör
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρώνω
στρώνω πετσέτα, στρώνω πλακάκια, στρώνω τραπέζι, ονειροκριτης στρώνω, στρώνω κάποιον στη δουλειά, στρώνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, στρώνω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- στροφή στα σουηδικά - fläta, vrida, vändning, vika, böja, krök, avtagsväg, ...
- στρώμα στα σουηδικά - madrass, ark, lakan, varv, skikt, skiktet, lager
- στρώση στα σουηδικά - skikt, skiktet, lager
- στυγνός στα σουηδικά - brutala, brutal, brutalt
Τυχαίες λέξεις
Στρώνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: lägga, strö, strew, strör
Μεταφράσεις: lägga, strö, strew, strör