Στρώνω στα ισλανδικά

Μετάφραση: στρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leggja, setja, strew
Στρώνω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρώνω

στρώνω πετσέτα, στρώνω πλακάκια, στρώνω τραπέζι, ονειροκριτης στρώνω, στρώνω κάποιον στη δουλειά, στρώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, στρώνω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • στροφή στα ισλανδικά - beygja, bugur, snúa, vik, kveikja, röðin, að snúa, ...
  • στρώμα στα ισλανδικά - dýna, lag, lagið, lagi, fasinn
  • στρώση στα ισλανδικά - lag, lagið, lagi, fasinn
  • στυγνός στα ισλανδικά - grimmur, Brutal
Τυχαίες λέξεις
Στρώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: leggja, setja, strew