Υπόκωφος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: υπόκωφος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кух, кухо, кухина, вдлъбнатина, котловина
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπόκωφος
υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, υπόκωφος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- υπόδικος στα βουλγαρικά - ответната, ответник, респондент, ответното
- υπόθεση στα βουλγαρικά - заемане, роман, падеж, занимание, работа, материя, случай, ...
- υπόλειμμα στα βουλγαρικά - след, остатък, остатъци, остатъчни вещества, на остатъчни вещества
- υπόληψη στα βουλγαρικά - уважение, репутация, репутацията, репутацията на, добра репутация, известност
Τυχαίες λέξεις
Υπόκωφος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: кух, кухо, кухина, вдлъбнатина, котловина
Μεταφράσεις: кух, кухо, кухина, вдлъбнатина, котловина