Υπόκωφος στα φινλανδικά

Μετάφραση: υπόκωφος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arvoton, kolo, onkalo, ontelo, sisällötön, kuoppa, kovertaa, ontto, onton, onttoja, ontot, onttoa
Υπόκωφος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπόκωφος

υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, υπόκωφος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπόδικος στα φινλανδικά - syytetty, altavastaaja, vastaaja, vastaajan, vastaajalle, vastaajana, vastaajalla
  • υπόθεση στα φινλανδικά - ala, elinkeino, seikka, tapaus, luulo, kysymys, märkiä, ...
  • υπόλειμμα στα φινλανδικά - hiven, piirtää, jäänne, jälki, muisto, vana, jäännös, ...
  • υπόληψη στα φινλανδικά - ihailu, harkita, arvonanto, pitää, kunnioitus, arvostus, maine, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπόκωφος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: arvoton, kolo, onkalo, ontelo, sisällötön, kuoppa, kovertaa, ontto, onton, onttoja, ontot, onttoa