Υπόκωφος στα ισλανδικά

Μετάφραση: υπόκωφος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dæld, holur, hol, holt, holu, hola
Υπόκωφος στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπόκωφος

υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, υπόκωφος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • υπόδικος στα ισλανδικά - svarandi, stefndi, svarenda, gagnaðili, viðmælandi
  • υπόθεση στα ισλανδικά - sök, kaupsýsla, mál, hugmynd, efni, málefni, atvik, ...
  • υπόλειμμα στα ισλανδικά - leifar, leifin, eftir stendur, leif, leifinni
  • υπόληψη στα ισλανδικά - mannorð, orðspor, orðstír, orðspori
Τυχαίες λέξεις
Υπόκωφος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: dæld, holur, hol, holt, holu, hola