Υπόκωφος στα δανικά
Μετάφραση: υπόκωφος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hul, hule, hult
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υπόκωφος
υπόκωφος ορισμός, υπόκωφος ήχος, υπόκωφος λεξικό γλώσσας δανικά, υπόκωφος στα δανικά
Μεταφράσεις
- υπόδικος στα δανικά - respondent, sagsøgte, respondenten, indklagede, indstævnte
- υπόθεση στα δανικά - tilfælde, sag, materie, stof, beskæftigelse, affære, ting, ...
- υπόλειμμα στα δανικά - rest, Remanensen, Resten, remanens, rester
- υπόληψη στα δανικά - agte, respekt, agtelse, ry, omdømme, renommé, anseelse, ...
Τυχαίες λέξεις
Υπόκωφος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hul, hule, hult
Μεταφράσεις: hul, hule, hult