Όρεξη στα βουλγαρικά

Μετάφραση: όρεξη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
апетит, апетита, на апетита, на апетит
Όρεξη στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όρεξη

όρεξη να χεις λεμεσός, όρεξη να χεις πολίχνη, όρεξη να χεις, όρεξη για ζωή, όρεξη για τίποτα, όρεξη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, όρεξη στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • όργανο στα βουλγαρικά - орган, хармониум, органи, на органи, органна
  • όργιο στα βουλγαρικά - бунт, оргия, оргията, оргии
  • όρθιος στα βουλγαρικά - изправено, изправен, изправено положение, в изправено положение, прав
  • όριο στα βουλγαρικά - мажа, граница, лимит, ограничение, срок, граница на
Τυχαίες λέξεις
Όρεξη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: апетит, апетита, на апетита, на апетит