Όρεξη στα τούρκικα
Μετάφραση: όρεξη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arzu, iştah, istek, iştahı, iştahının, bir iştah, iştahsızlık
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όρεξη
όρεξη να χεις λεμεσός, όρεξη να χεις πολίχνη, όρεξη να χεις, όρεξη για ζωή, όρεξη για τίποτα, όρεξη λεξικό γλώσσας τούρκικα, όρεξη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- όργανο στα τούρκικα - organ, organı, organdır, organın, organıdır
- όργιο στα τούρκικα - sefahat, kargaşalık, alem, orgy, Seks, seks partisi, furyası
- όρθιος στα τούρκικα - dikey, dik, dürüst, dik bir, dikine, ayakta
- όριο στα τούρκικα - sınır, limit, sınırı, limiti, sınırlama
Τυχαίες λέξεις
Όρεξη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: arzu, iştah, istek, iştahı, iştahının, bir iştah, iştahsızlık
Μεταφράσεις: arzu, iştah, istek, iştahı, iştahının, bir iştah, iştahsızlık