Όρεξη στα φινλανδικά

Μετάφραση: όρεξη, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruokahalu, ruokahalua, ruokahalun, appetite, ruokahaluttomuus
Όρεξη στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όρεξη

όρεξη να χεις λεμεσός, όρεξη να χεις πολίχνη, όρεξη να χεις, όρεξη για ζωή, όρεξη για τίποτα, όρεξη λεξικό γλώσσας φινλανδικά, όρεξη στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • όργανο στα φινλανδικά - elin, välikäsi, kalu, harmonikka, urut, välikappale, työväline, ...
  • όργιο στα φινλανδικά - hälinä, juopotella, metakka, irstailu, mellakka, äläkkä, vimma, ...
  • όρθιος στα φινλανδικά - asento, pysty, asema, tinkimätön, pystyssä, maine, suora, ...
  • όριο στα φινλανδικά - syrjä, reuna, ääri, raja, rajan, rajaa, rajoittaa
Τυχαίες λέξεις
Όρεξη στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: ruokahalu, ruokahalua, ruokahalun, appetite, ruokahaluttomuus