Καταστολή στα γαλλικά

Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dissimulation, abolition, étouffement, refoulement, abrogation, répression, la répression, de répression, une répression
Καταστολή στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταστολή

καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας γαλλικά, καταστολή στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • κατασταλαγμένος στα γαλλικά - incorrigible, confirmée, confirmé, indécrottable, confirmées, confirmés, confirmèrent, ...
  • καταστατικό στα γαλλικά - ordonnance, bail, privilège, affrétez, affrètement, affrétons, charte, ...
  • καταστρέφω στα γαλλικά - abattre, anéantir, entrecouper, ravager, piller, démanteler, dévastez, ...
  • καταστρεπτικός στα γαλλικά - dévastant, dévastateur, destructif, accablant, destructeur, destructrice, destructive, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: dissimulation, abolition, étouffement, refoulement, abrogation, répression, la répression, de répression, une répression