Καταστολή στα ιταλικά

Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
repressione, soppressione, la repressione, rimozione, repressioni, di repressione
Καταστολή στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταστολή

καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας ιταλικά, καταστολή στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • κατασταλαγμένος στα ιταλικά - la, il, del, della
  • καταστατικό στα ιταλικά - statuto, statuti, statutarie, statuto sociale, dello statuto
  • καταστρέφω στα ιταλικά - annientare, rovinare, distruggere, annichilire, struggere, devastare, desolare, ...
  • καταστρεπτικός στα ιταλικά - distruttivo, distruttiva, distruttivi, distruttive, distruttrice
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: repressione, soppressione, la repressione, rimozione, repressioni, di repressione