Καταστολή στα λευκορωσικά
Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падаўленне, прыгнечанне, падаўленьне, прымусовавае падаўленне, ўціск
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστολή
καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καταστολή στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- κατασταλαγμένος στα λευκορωσικά - растлумачыў, патлумачыў
- καταστατικό στα λευκορωσικά - статут, стаміўшыся, Статут Арганiзацыi Аб'яднаных, Устав, Статут Арганiзацыi
- καταστρέφω στα λευκορωσικά - згвалціць, згвалтаваць
- καταστρεπτικός στα λευκορωσικά - разбуральны, сабе разбуральны, мярзотлівы, у сабе разбуральны
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: падаўленне, прыгнечанне, падаўленьне, прымусовавае падаўленне, ўціск
Μεταφράσεις: падаўленне, прыгнечанне, падаўленьне, прымусовавае падаўленне, ўціск