Καταστολή στα ισλανδικά
Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
niðurbæling, kúgun, kúgunar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστολή
καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, καταστολή στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κατασταλαγμένος στα ισλανδικά - hreinsaða, tæra, tæru
- καταστατικό στα ισλανδικά - samþykktir, -samþykktum, samþykktum, samþykkta, ákvæði samþykkta
- καταστρέφω στα ισλανδικά - eyðileggja, eyða, herja, deflower
- καταστρεπτικός στα ισλανδικά - eyðileggjandi, eyðileggingar, eyðandi
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: niðurbæling, kúgun, kúgunar
Μεταφράσεις: niðurbæling, kúgun, kúgunar