Καταστολή στα ολλανδικά

Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
repressie, onderdrukking, verdringing, de repressie, de onderdrukking
Καταστολή στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταστολή

καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταστολή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κατασταλαγμένος στα ολλανδικά - de geklaarde, het geklaarde, na de geklaarde
  • καταστατικό στα ολλανδικά - vrachtcontract, charter, statuut, handvest, statuten, statuten van, de statuten van, ...
  • καταστρέφω στα ολλανδικά - vernielen, afbreken, vernietigen, verwoesten, onteren, ontmaagden, deflower, ...
  • καταστρεπτικός στα ολλανδικά - vernietigend, destructieve, destructief, vernietigende, verwoestende
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: repressie, onderdrukking, verdringing, de repressie, de onderdrukking