Καταστολή στα εσθονικά
Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
repressioonid, repressioonide, repressioone, represseerimise, represseerimine
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστολή
καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας εσθονικά, καταστολή στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- κατασταλαγμένος στα εσθονικά - veendunud, paadunud
- καταστατικό στα εσθονικά - normid, õigus, statuut, põhikiri, põhikirjaga, põhikirjas, põhikirja, ...
- καταστρέφω στα εσθονικά - põrmustama, muserdama, laastama, hukkama, katkestama, hävitama, defloreerima
- καταστρεπτικός στα εσθονικά - hävitav, silmipimestav, laastav, hävitava, destruktiivne, hävitavaid, destruktiivse
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: repressioonid, repressioonide, repressioone, represseerimise, represseerimine
Μεταφράσεις: repressioonid, repressioonide, repressioone, represseerimise, represseerimine