Καταστολή στα δανικά
Μετάφραση: καταστολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
undertrykkelse, undertrykkelsen, repression, undertrykkelse af
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταστολή
καταστολή σμηνουργίας, καταστολή ασθενούς, καταστολή στην εντατική, καταστολή βικιλεξικό, καταστολή λεξικό, καταστολή λεξικό γλώσσας δανικά, καταστολή στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατασταλαγμένος στα δανικά - det klarede, den klarede, den klargjorte, den klare, af det klarede
- καταστατικό στα δανικά - vedtægter, vedtægterne, vedtægternes, i vedtægterne, vedtægtsændringer
- καταστρέφω στα δανικά - ødelægge, deflower
- καταστρεπτικός στα δανικά - destruktiv, destruktive, ødelæggende, destruktivt, nedbrydende
Τυχαίες λέξεις
Καταστολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: undertrykkelse, undertrykkelsen, repression, undertrykkelse af
Μεταφράσεις: undertrykkelse, undertrykkelsen, repression, undertrykkelse af